περισπούδαστος

περισπούδαστος
περισπούδαστος
much sought after
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περισπούδαστος — η, ο / περισπούδαστος, ον, ΝΜΑ [περισπουδάζω] νεοελλ. 1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα») 2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη,… …   Dictionary of Greek

  • περισπούδαστος — η, ο 1. ο άξιος σπουδής, ο μελέτης, ο αξιόλογος, ο σημαντικός: Περισπούδαστο έργο. 2. ο σοβαρός, ο σπουδαίος: Περισπούδαστο ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισπουδαστότερον — περισπούδαστος much sought after adverbial comp περισπούδαστος much sought after masc acc comp sg περισπούδαστος much sought after neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδαστότατον — περισπούδαστος much sought after masc acc superl sg περισπούδαστος much sought after neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδάστως — περισπούδαστος much sought after adverbial περισπούδαστος much sought after masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπούδαστον — περισπούδαστος much sought after masc/fem acc sg περισπούδαστος much sought after neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδαστότεροι — περισπούδαστος much sought after masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδαστότερος — περισπούδαστος much sought after masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδάστοις — περισπούδαστος much sought after masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδάστου — περισπούδαστος much sought after masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”